Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

Είναι ο Ιησούς Χριστός Ορθόδοξος;



Οι διάφοροι δήθεν υπερδογματικοί, θέλοντας να θολώσουν τα νερά και να μην γίνουν φανερές οι αιρέσεις που έχουν στην πίστη τους, ρωτούν μερικές φορές αν τάχα ο Ιησούς Χριστός ήταν Ορθόδοξος, αγνοώντας πολλές φορές ότι απέχουν από την πίστη που άπαξ παραδόθηκε η οποία φαίνεται από την Αγία Γραφή, την Άγραφη αποστολική Παράδοση, τις αποφάσεις των οικουμενικών Συνόδων, καθώς και από τα αγιοπατερικά κείμενα.

Ο όσιος Εφραίμ ο Σύρος (306-373 μ Χ), αναφέρει τον σταυρό ως «ακαταμάχητον των Ορθοδόξων τείχος» (Λόγος εις τον τίμιον και ζωοποιών Σταυρόν, και εις την Β Παρουσίαν). Ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου (310-402 μ Χ), αναφέρει τον Μ. Αθανάσιο «Αθανασίου του μακαρίου και πατρός της Ορθοδοξίας» (Πανάριον, κεφάλαιο μθ, κατά Αρειομανιτών).

Μία είναι η Εκκλησία στην οποία αναφέρεται, η Ορθόδοξη, καθώς όπως δείξαμε, επικρατούσε Ορθοδοξία. Αγίαν, και φαίνεται από το πλήθος αγίων που αγίασαν με την ορθόδοξη πίστη. Καθολική, με την έννοια ότι είναι ολοκληρωμένη, όπως περιγράφει την Εκκλησία ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος ήδη από τον δεύτερο αιώνα (με επίσκοπο, πρεσβυτέρους, διακόνους με διαδοχή, και τον λαό). Και Αποστολική, δηλαδή εκκλησία που έχει διαδοχή και διδαχή από τους Αποστόλους.
Εκ των ανωτέρων, είναι εύλογη η απάντηση στο ερώτημα ορισμένων Προτεσταντών. Αν οι πιστοί είναι Ορθόδοξοι από τον πρώτο αποστολικό αιώνα, ο αρχηγός της πίστεως τι είναι;

Σαφώς, η Ορθόδοξη Εκκλησία μπορεί να φανεί και ιστορικά ότι είναι η Εκκλησία που ίδρυσε ο Χριστός και που έδωσε υποσχέσεις ότι θα είναι πάντα μαζί της μέχρι την συντέλεια «πάσας τας ημέρας», μέσα από την Αποστολική Διαδοχή, δείχνοντας ακριβώς την αδιάσπαστη συνέχεια μέσα στην ιστορία. Η Εκκλησία δεν αποστάτησε ποτέ, όπως ακριβώς υποσχέθηκε ο Κύριος να την διαφυλάττει, ώστε «πύλαι Άδου ου κατισχύσουσι αυτής» (Ματθαίος, ις 18). 

Ο απ. Ιωάννης, αναφέρει για τους αιρετικούς της εποχής του ότι «εξ ημών εξήλθον, αλλ΄ ουκ ήσαν εξ ημών· ει γαρ ήσαν εξ ημών μεμενήκεισαν αν μεθ ημών» (Α Ιωάννου, β 19). Από την Εκκλησία ξεκίνησαν, βγήκαν όμως από αυτήν, που σημαίνει ότι η Εκκλησία μένει πάντα καθαρή δογματικά, γιατί το Πνεύμα του Θεού θα την οδηγεί εις πάσαν την αλήθεια και δεν θα την αφήσει να πέσει σε πλάνες. Η Εκκλησία είναι ορατή, με συγκεκριμένα δόγματα πίστεως, και συγκεκριμένη δομή. Θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα που μας θέτουν όπως μας το θέτουν, το οποίο ασφαλώς και λειτουργεί ως πυροτέχνημα, μόνο και μόνο για να προκαλεί εντυπώσεις.

Ο απ. Παύλος, αναφέρει τον Ιησού Χριστό ως «τον της πίστεως αρχηγόν και τελειωτήν’’ (Εβραίους, ιβ 2).  Ο Ιησούς επομένως είναι αρχηγός της πίστεως. Τώρα μένει να δούμε, ποια είναι αυτή η πίστη. Ο απ Παύλος, στην πρώτη επιστολή του προς τον επίσκοπο Τιμόθεο, του παραγγέλλει «τισί μη ετεροδιδασκαλείν’’ (Α Τιμοθέου, α 3). Δηλαδή, να παραγγείλει σε κάποιους να μην ετεροδιδασκαλούν, να μην έχουν διδασκαλία διαφορετική από το σώμα της Εκκλησίας ( να ετεροδοξούν επομένως). 

Η ετεροδιδασκαλία προυποθέτει την ορθή διδασκαλία, ώστε όταν δεν συμφωνεί μαζί της να αποκαλείται ετεροδιδασκαλία. Η πίστη στην ετεροδιδασκαλία είναι η ετεροδοξία, ενώ κατά αντιστοιχία, η πίστη στην ορθή διδασκαλία είναι η ορθοδοξία. Επομένως, έχουμε μία έμμεση αναφορά από τον απ Παύλο στην ορθή διδασκαλία, στην ορθοδοξία επομένως. Σε άλλο σημείο, στην πρώτη πάλι επιστολή προς τον Τιμόθεο, αναφέρει ο απ Παύλος· «ει τις ετεροδιδασκαλεί’’ (στ 3), που σημαίνει ‘’αν κάποιος έχει διαφορετική διδασκαλία από την ορθή’’. Αυτά, ήταν δύο χαρακτηριστικά χωρία από επιστολές του πρώτου αποστολικού αιώνα, όπου γίνεται η διάκριση μεταξύ ορθοδοξίας και ετεροδοξίας, ή αλλιώς μεταξύ «ορθής διδασκαλίας» και «ετεροδιδασκαλίας» (αιρέσεως δηλαδή).

Περνώντας από τα τέλη του πρώτου αποστολικού αιώνα προς αρχές του δεύτερου, αναφέρουμε ως παράδειγμα τον άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο, ο οποίος ήταν άμεσος διάδοχος των αποστόλων. Αναφέρει όσους δεν πίστευαν ότι ο άρτος και ο οίνος της Θείας Ευχαριστίας είναι πραγματικό Σώμα και αίμα Χριστού ως «ετεροδοξούντας», κάνοντας σαφή διαχωρισμό της ορθής πίστης της Εκκλησίας (της Ορθοδοξίας της), από την λανθασμένη πίστη της ετεροδοξίας. (Προς Σμυρναίους, στ 2).

Ο Ευσέβιος Καισαρείας (250-339 μ Χ), στο τρίτο βιβλίο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, αναφέρει για τον άγιο Ειρηναίο που έζησε τον δεύτερο με τρίτο αιώνα ως «πρεσβεύοντα ορθοδοξίαν». Επίσης, ο Ευσέβιος στο τρίτο βιβλίο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, αναφερόμενος στην δήθεν δεύτερη επιστολή του αγίου Κλήμη Ρώμης, εκφράζοντας την μη γνησιότητά της λέει· «ουδέ γαρ καθαρόν της αποστολικής ορθοδοξίας αποσώζει τον χαρακτήρα». 

Στο Τρίτο βιβλίο της Εκκλησιαστικής του ιστορίας, κάνει την διάκριση μεταξύ ορθοδοξίας και αιρέσεως, όταν αναφέρει τα ψευδεπίγραφα Γνωστικά κείμενα που κυκλοφορούσαν ως δήθεν αποστολικά, όπως Αποκάλυψη Πέτρου, κατά Ματθίαν, διάφορα κείμενα που επιγράφονται ως Πράξεις κτλ, τα οποία κανένας εκκλησιαστικός άνδρας με αποστολική διαδοχή δεν μνημόνευσε στα συγγράμματά του. 


Αναφέρει για άνδρες εκκλησιαστικής διαδοχής, αποστολικό χαρακτήρα, και για ορθοδοξία, ξεχωρίζοντάς τους από τους αιρετικούς, που έζησαν από τα πρώτα χρόνια της Εκκλησίας μέχρι τις μέρες του. «ων ουδέν ουδαμώς εν συγγράμματι των κατά τας διαδοχάς εκκλησιαστικών τις ανήρ εις μνήμην αγαγείν ηξίωσεν, πόρρω δε που και ο της φράσεως παρά το ήθος το αποστολικόν εναλλάτει χαρακτήρ, η τε γνώμη και η των εν αυτοίς φερομένων προαίρεσις πλείστον όσον της αληθούς ορθοδοξίας απάδουσα, ότι δη αιρετικών ανδρών αναπλάσματα τυγχάνει, σαφώς παρίστησιν» (Βιβλίο Γ).


Ο Μ Βασίλειος (330-378 μ Χ), στην επιστολή 258, αναφέρει· «Τέτμηται μεν η αίρεσις προς την ορθοδοξίαν, τέτμηται δε αυτή προς εαυτήν η ορθότης». Στην επιστολή 265, αναγνωρίζει Ορθοδοξία στο δόγμα που διετυπώθη ως σύμβολο Πίστεως στην Νίκαια, αναγνωρίζει Ορθοδοξία στην Ανατολή αλλά και στην Δύση. «ειδέναι υμάς έχρη ότι τη του Θεού χάριτι ούτε κατά την Ανατολή μόνοι εστέ, αλλά και πολλούς έχετε της εαυτών μερίδος, οι την των Πατέρων εκδικούσιν Ορθοδοξίαν των κατά Νίκαιαν το ευσεβές δόγμα της πίστεως εκθεμένων, και οι της Δύσεως πάντες σύμφωνοι υμίν τε και ημίν τυγχάνουσι».

Ο Σωκράτης ο ιστορικός, που έγραψε την εκκλησιαστική του Ιστορία περίπου το 439 μ Χ και περιγράφει γεγονότα από το 305 μέχρι το 439, αναφέρει τις κακοδοξίες του Μανιχαίου και σημειώνει ότι «άπερ πάντα αλλότρια της Ορθοδόξου εκκλησίας καθέστηκεν» (Πρώτο βιβλίο, 22).

Όλοι οι παραπάνω (αλλά και πολλοί ακόμα περισσότεροι), αναγνωρίζουν την Ορθοδοξία. Ο τελευταίος ορθόδοξος Πάπας, Λέων ο 3οςπριν το σχίσμα το 1054 μ Χ, διαμαρτυρήθηκε για τις αλλαγές που ήθελαν να επιβάλλουν οι Φράγκοι στο Σύμβολο της Πίστεως, ανυψώνοντας μία επιγραφή στην Εκκλησία του αγίου Πέτρου που έλεγε «HAEC LEO POSUI AMORE ET CAUTELA ORTHODOXAE FIDEI» (Εγώ, ο Λέων βάζω εδώ (τις πλάκες) για την αγάπη και την προστασία της Ορθόδοξης Πίστης). (VITA LEONIS, LIBER PONTIFICALIS (Ed. Duchene, TII, p.26). Δηλαδή, πριν το σχίσμα, υπήρχε Ορθοδοξία. Αργότερα, αποσχίστηκαν οι Δυτικοί από την μία Εκκλησία, και αργότερα (τον 16ο αιώνα) προέκυψε από την Διαμαρτύρηση κατά των κακοδοξιών του Πάπα, ο Προτεσταντισμός.

Ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως, πίστη 
«εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν, και Αποστολικήν Εκκλησίαν».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου