ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΤΣΙΤΣΙΓΚΟΣ

                                                                     



                                                                       ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ 
  Ο Σπυρίδων Τσιτσίγκος γεννήθηκε το 1959 στη Χαλκίδα, όπου ολοκλήρωσε την εγκύκλια μόρφωσή του, παράλληλα με εικαστικές και μουσικές (ευρωπαϊκές και βυζαντινές) σπουδές. Εξελέγη Λέκτορας και στη συνέχεια Αναπληρωτής Καθηγητής τής Ψυχολογίας τής Θρησκείας στη Θεολογική Σχολή τού Πανεπιστημίου Αθηνών. Αφού σπούδασε Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, εγγράφηκε στη Φιλοσοφική Σχολή Ρεθύμνου (Κρήτης), υπηρετώντας επί πολλά έτη ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση, όπου μάλιστα διετέλεσε από το 1988 πρόεδρος των Θεολόγων τού Ν. Ευβοίας. Με υποτροφίες τής Εκκλησίας τής Ελλάδος και τού ευρωπαϊκού προγράμματος ERASMUS πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές (Master) στο Πανεπιστήμιο του Durham (Αγγλίας). Το 1999 αναγορεύτηκε, με Άριστα, διδάκτωρ τής Θεολογίας τού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και κατόπιν διδάκτωρ τής Ψυχολογίας τού Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 2001 απεσπάσθη, για τρία χρόνια, στην Ανωτέρα Εκκλησιαστική Σχολή Αθηνών. Έχει συμμετάσχει σε διάφορα επιμορφωτικά παιδαγωγικά, ποιμαντικά, ψυχολογικά και ψυχιατρικά Σεμινάρια, και έχει λάβει μέρος ως Εισηγητής σε διάφορα Συνέδρια, Ημερίδες, Μεταπτυχιακά, Μετεκπαιδευτικά και Επιμορφωτικά Προγράμματα της Ι. Συνόδου τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, της Θεολογικής Σχολής τού Πανεπιστημίου Αθηνών, διαφόρων ΙΕΚ κ.λπ. Ομοίως, εκτός τής συμμετοχής του, με τακτική στήλη, σε αρθρογραφία εφημερίδων και περιοδικών, στο Διαδίκτυο, σε Εγκυκλοπαίδειες και σε πολλές ραδιοφωνικές ή/και τηλεοπτικές εκπομπές, έχει πραγματοποιήσει ποικίλες επιστημονικές, πολιτιστικές, εθνικές, κοινωνικές, παιδαγωγικές, σχολικές και θρησκευτικές ομιλίες σε Δήμους, Επιμελητήρια, πολυδύναμα πολιτιστικά και πνευματικά Κέντρα των Αθηνών, σε ΚΑΠΥ, ι. Ναούς, Σχολεία, Συλλόγους Γονέων κ.λπ. Τυγχάνει μέλος τών επιστημονικών επιτροπών έκδοσης των περιοδικών «ΣΩΚΡΑΤΗΣ», «ΝΕΑ ΣΙΩΝ» και «ΚΟΙΝΩΝΙΑ», αλλά και πολλών ελληνικών και διεθνών επιστημονικών, πολιτιστικών, παιδαγωγικών και θεολογικών Εταιρειών (American Psychological Association, International Association of Applied Psychology, International Association for the Psychology of Religion, Association Internationale D’ Etudes Medico-Psychologiques et Religieuses, Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρείας, Religious Research Association κ.ά.) και Επιτροπών, καθώς επίσης και φιλολογικών/λογοτεχνικών και πολιτιστικών Ενώσεων, ενώ κατ’ επανάληψη έχει βραβευθεί με Αριστεία και Βραβεία για συγκεκριμένα έργα του, αλλά και για την όλη του πολιτιστική προσφορά και κοινωνική δράση από το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, από την Πανευρωπαϊκή Έκθεση και το διαγωνισμό βιβλίου τής Φρανκφούρτης σε συνεργασία με το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (Ε.ΚΕ.Β.), από το Πατερικό και Βυζαντινό Ινστιτούτο Αμερικής, από τη Νομαρχία Πειραιώς και το Πνευματικό Κέντρο Πειραιώς «ο Φιλων», από την Ακαδημία Γραμμάτων και Τεχνών «η θεά Αθηνά», και από τη Διεθνή Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών, της οποίας τυγχάνει Β’ Αντιπρόεδρος. Μέχρι σήμερα έχει εκδώσει δέκα βιβλία και έχει δημοσιεύσει πλήθος επιστημονικών μελετών και άρθρων.


                                                                   ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ


Το Οικονομικό Πάσχα (Από την απασχόληση στην Ανεργία ;)

Δευτέρα, 25 Απρίλιος 2011. Αρθρογραφία
Σπύρος Κ. Τσιτσίγκος

Τη νύχτα του Μ. Σαββάτου, ενώ ο Χριστός άπνους θα σαββατίζει μέσα στον υγρό Του τάφο, ένα αμέτρητο πλήθος ανέργων του πλανήτη μας θα εξακολουθεί να λιμοκτονεί μέσα σε σπηλιές, υπονόμους, τρώγλες, παραπήγματα κ.λπ. Πού είναι, λοιπόν, ο Αναστάς Κύριος της Δόξης; Μήπως μόνο στη θριαμβολογία των ιεροκηρύκων; Δεν πέθανε στο σταυρό για τη Δικαιοσύνη; Άσκοπα και εις μάτην σταυρώθηκε; Κι’ όμως οι λεγόμενοι («πιστοί» Του) Χριστιανοί πάλι θα Τον ξανασταυρώσουν!
Γιατί, δε γινόμαστε διαφορετικοί από τους σταυρωτές Του, όταν οικονομικά σταυρώνουμε το Σώμα Του (Εκκλησία), αφού τελικά πρόκειται για τη ζωτική ανάγκη τής επιβίωσης. Όπως ο Σίμων ο Κυρηναίος ανακούφισε το Χριστό στο σήκωμα τού σταυρού Του, έτσι κι’ εμείς οφείλουμε, με αφορμή την «εορτήν των εορτών», να αναλάβουμε υπεύθυνα και σοβαρά τα καθημερινά (οικονομικά-επαγγελματικά) προβλήματα τού σύγχρονου ανθρώπου. Αντίθετα, ο Καταναλωτισμός μας και φέτος θα διαπρέψει, ενώ «για το καλό» θα περάσουμε και μια βόλτα κι’ από κανένα Ναό ν’ ανάψουμε την καθιερωμένη μας λαμπάδα!
                                                   ΑΥΞΑΝΟΜΕΝΗ ΣΗΜΕΡΑ ΑΝΕΡΓΙΑ
Δε χωρά αμφιβολία ότι το μεγαλύτερο ίσως από τα πιο καυτά προβλήματα που απασχολεί ολοένα και περισσότερο σήμερα ολόκληρο τον κόσμο, την Ευρωπαϊκή Κοινότητα και τη χώρα μας ειδικότερα είναι η ανεργία. Οι στατιστικές δίνουν συγκλονιστικά στοιχεία, ιδίως μεταξύ των νέων. Κατά τον Ραλφ Ντάρεντορφ, στα χρόνια που έρχονται σταθερή δουλειά θα έχει μόνο το 50% των «απασχολήσιμων». Οι λόγοι είναι η διεθνοποίηση και η αλληλεξάρτηση των οικονομιών, το άνοιγμα των αγορών και η ανάδειξη του ανταγωνισμού σε κυρίαρχο στοιχείο των οικονομικών εξελίξεων. Η <τεχνολογική ανεργία> που για δεκαετίες μάστιζε την Αμερική και Ευρώπη ήλθε δυναμικά κι' εδώ είτε με τη μορφή τής «στοιχειακής ανεργίας», είτε της «πλήρους ή μερικής ανεργίας». Η παγκόσμια οικονομική κρίση, ανταγωνιστική παραγωγή και η εξειδίκευση, ευθύνονται βασικά για το φαινόμενο της ανεργίας. Στο μεταξύ, η κατάρρευση του υπαρκτού Σοσιαλισμού των χωρών τής COMEKON αποθάρρυνε τη «διευθυνόμενη οικονομία» προς δόξα του «ελεύθερου ανταγωνισμού» (Κοινωνικού Δαρβινισμού). Έτσι, η ανεργία καθίσταται πια όχι  συγκυριακή ή διαρθρωτική, αλλά αδήριτη ανάγκη (βλ. Τζ. Ρίφκιν, Το τέλος της εργασίας) τής <βιομηχανικής εφεδρικής στρατιάς> (Κ. Μarx).

                                       ΟΙ ΤΡΑΓΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΝΕΡΓΙΑΣ
Η ανεργία όχι μόνο καθηλώνει τη θεανθρώπινη σκέψη (δεν προάγεται η Παιδεία και ο Πολιτισμός), αλλά και την οδηγεί στην αμαρτία (αντικοινωνικούς δρόμους, λ.χ. εγκληματικότητα). Eξάλλου, δε συμβιβάζεται με την ανθρωπιά, κατανόηση, πνεύμα συνεργασίας και αλληλεγγύης τού Πάσχα. H ανεργία εκλαμβάνεται ως αρνητικός παράγοντας για την αγωνιστικότητα στη ζωή. Πολλά complexes μειονεκτικότητας, αισθήματα άγχους και ανασφάλειας μέχρι και αυτοκτονίες προέρχονται από αυτή, για να μη αναφέρουμε την άνθηση τής παραθρησκείας (Αστρολογία, Μαγεία, Πνευματισμός κ.λπ., ή ακραίων πολιτικών φιλοσοφικών θεωριών κ.ο.κ. Γιατί η ανεργία αμβλύνει, οπωσδήποτε, την πνευματική, αισθητική, φιλοσοφική και πολιτική [το πρόβλημα της ανεργίας, ως γνωστό, είχε εκδηλωθεί σε οξύτατη μορφή προ της κήρυξης του Α' Παγκόμιου πόλεμου] συνείδηση τού ατόμου. H ανεργία, τέλος, είναι το κύριο αίτιο της <αυξανόμενης αθλιότητας>, οδηγώντας στην παραοικονομία ή μετανάστευση.

                                         Η ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Οι εκκλησιαστικοί Πατέρες με βάση τη Θεία συγκατάβαση θεωρούν την εργασία ως κατεξοχήν μέσο ηθικοποιήσεως και εξαγνισμού προσωπικά και κοινωνικά. Οι αιρέσεις, όπως πάντα, απολυτοποιούσαν τα άκρα: Είτε επιδίωκαν για ιδεολογικούς λόγους την ανεργία-νιρβάνα (Αρχαιοελληνική ηθική Δουλοκτητισμού και Βουδισμού), είτε εκθείαζαν την εργασία (Προτεσταντική ηθική της υπεραξίας της εργασίας του  Καπιταλισμού και Μαρξισμού). Μόνη η ορδόδοξη θεανδρική ένωση διατηρεί το χρυσό <μέτρο> και την ισορροπία. Ενώ όμως η ανεργία για τον κόσμο λειτουργεί αρνητικά ως προς την κοινωνική αξιοπρέπεια και μεγαλοψυχία, για το Χριστιανισμό όχι. Ένας σταυρωμένος Θεός με τα σημερινά κοινωνικοοικονομικά κριτήρια, εφόσον ήταν άεργος, θεωρείται αναξιοπρεπής. Ωστόσο, μόνο ένας αναστημένος Θεός μπορεί να φωτίσει τόσο ισχυρά το πυκνό σκότος της ανεργίας.
                  ΤΟ ΠΑΣΧΑ ΩΣ ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΕΞΕΥΡΕΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Το Πάσχα της «άκρας συγκατάβασης» της Θ. φιλανθρωπίας και της «πανηγύρεως των πανηγύρεων» δικαιούται κάθε άνθρωπος απολαβή του κόπου του. Το μήνυμα της Ανάστασης δεν είναι μήνυμα απαισιοδοξίας, αλλά ελπίδας, δύναμης, χαράς και λυτρωμού. Χωρίς εργασία όμως δεν είναι δυνατόν κάποιος να είναι ευτυχισμένος. Η Εκκλησία συμπονεί και παρηγορεί υλικά και πνευματικά τους άνεργους, (προσ)ευχομένη (για) την επαγγελματική απασχόληση όλων. Μέσα στη Θ. Λειτουργία (<λαός + έργο) όλοι (θα πρέπει να) εργάζονται πνευματικά. Η αναστάσιμη δοξο-λογία δεν είναι απλή έκφραση λεκτικών σχημάτων, αλλά νέος τρόπος ζωής και σκέψης. Αφού, η γιορτή δεν είναι απλή ανάμνηση ή υπενθύμιση αλλά, με το <λειτουργικό χρόνο>, προσωπική βίωση (του πάσχοντος και αναστάντος) Θεανθρώπου. Έτσι, η ψυχική ανεργία αντιμετωπίζεται ορθόδοξα με πνευματική εργασιοθεραπεία: ενασχόληση με τον πνευματικό μας τοκετό. Πώς κι' εμείς, με τη <νοερά προσευχή>, θα αναστηθούμε πνευματικά.
Ο Υιός του Θεού παρέχει σ' όλους πνευματική απασχόληση. Σήμερα ο Χριστός εργάστηκε τη σωτηρία μας, χαρίζοντάς μας (πνευματική) δουλειά, αν και χωρίς να το αξίζουμε. Σύμφωνα με τη θεολογία του Πάσχα, προηγείται η αγάπη για εργασία, ακολουθεί η μάθησή της, μετά έρχεται η ζήτηση και τέλος η προσφορά της. Ακόμα κι’ η αγάπη και το ενδιαφέρον μας για την Ανάσταση ενέχουν πνευματικό μισθό, κατά τον ι. Χρυσόστομο.
Τι στεφάνι θα φορέσει φέτος η Πολιτεία στο Νυμφίο τής Εκκλησίας; Ελπίζουμε να μην είναι «ακάνθινο». Δεν υπάρχει, νομίζω, καλύτερο δώρο από την εύρεση εργασίας σε δεκάδες χιλιάδες άνεργους; Ας μιμηθούμε τη θυσία του Θείου Οικονόμου, κι’ ας αποκτήσει δουλειά ο λαός. Η προσφορά "πάσης της ζωής ημών" είναι η δική μας συμμετοχή στο θαύμα.
Η ανεργία αντιστρατεύεται την ισονομία σε μια δημοκρατική Πολιτεία δικαίου και προνοίας. Το Κράτος ως εντολοδόχος του Θεού όχι μόνο δεν είναι δυνατόν να πέφτει στο αμάρτημα της αδιαφορίας, αλλά οφείλει να προστατεύει το δικαίωμα της εργασίας για όλους τους πολίτες, απασχολώντας όλους τους δυνάμενους για εργασία σαν τις μέλισσες στην κυψέλη για την κοινή ευημερία, και συγχρόνως εξασφαλίζοντάς τους τούς απαραίτητους όρους αυτάρκειας (Β' Κορ. 9, 8). Η Πολιτική Οικονομία για την πάταξη της ανεργίας στα πλαίσια του παρεμβατισμού (κατά Μονεταρισμό ή Κεϋνσιανισμό) στρέφεται στις επενδύσεις και την κατανάλωση, αν και τα μέτρα αυτά δεν είναι πάντα ακίνδυνα. Ενώ οι Χριστιανοί καλούνται να δουλεύουν ακόμα κι' αν δεν έχουν οι ίδιοι οικονομικό πρόβλημα αλλά για να βοηθούν από το περίσσευμα της παραγωγής τούς μη έχοντες (άνεργους, ανάπηρους, ηλικιωμένους, ανήλικους κ.λπ.), οι εταίροι μας στη Δύση εισηγήθηκαν τον περιορισμό των εργατοωρών (Λευκή Βίβλος), με παράλληλη, φυσικά, μείωση του μισθού, για χάρη μιας ολιγαρχίας (Νόμος του ατομικού συμφέροντος). Βέβαια, κάτι τέτοιο θα ήταν δίκαιο, μόνο όταν δεν γινόταν σε βάρος των εργαζομένων και υπέρ της πλουτοκρατίας, όταν "ουδείς είναι υπερβαλλόντως πλούσιος, ουδείς ενδεής" (Μ. Βασίλειος).
Tο Χριστιανικό <Πάσχα> (=πέρασμα) είναι σταυροαναστάσιμο.  Σταυρός και Ανάσταση του Χριστού είναι η Αποκάλυψη του Θεού, αφού τα Πάθη του Υιού είναι το μεσσιανικό μυστήριό Του. Το Πάσχα, έτσι, συνιστά "εορτήν και πανήγυριν" αλλά και πένθος. Ο Θεός των Χριστιανών συμπάσχει με την εγκαταλελειμμένη δημιουργία Του, γιατί την αγαπά. Η πανανθρώπινη κραυγή για Ισότητα γίνεται πάνω στο Σταυρό του Χριστού κραυγή του ίδιου του πάσχοντα Θεανθρώπου. Μόνο όποιος, άτομο ή λαός, συσσταυρωθεί με τον πραγματικό Νικητή του θανάτου, θα συναναστηθεί αληθινά μαζί Του! Γι' αυτό, μόνο μια ελληνορθόδοξη Ανάσταση μπορεί και αποκαλύπτει την αθλιότητα του κόσμου, και την παγκόσμια Ιστορία ως ιστορία θανάτου.
Η χώρα μας», όπως ο Χριστός, πολλές φορές «ραπίστηκε» από ελλείμματα. Αλλ' ενώ ο Χριστός "χθες" ήταν στο Σταυρό και "σήμερα" στη Δόξα της Ανάστασης, η Ελλάδα που ήταν "χθες" στη δόξα, σήμερα βρίσκεται σε Σταυρό. Μικρό ή μεγάλο, αυτό θα το δείξει η στάση μας απέναντι στην Ιστορία. Η ψυχική οικονομία γίνεται προϋπόθεση της Πολιτικής Οικονομίας, χωρίς όμως και να συγχέονται.
Για το σημερινό (οικονομικό) "Σταυρό" τής χώρας ευθυνόμαστε:
1. Προσωπικά:
α. ηθικά: έχει χαθεί η εντιμότητα, η ελπίδα, η αξιοπρέπεια, η ελευθερία, ο ηρωισμός, η ανθρωπιά, η υπευθυνότητα, η συνέπεια, η ευθύνη, η τιμή, και
β. κοινωνικά: έχει χαθεί η συνεργασία, η ομόνοια, οι αξίες της παραδοσιακής οικογένειας, η ευγένεια, η αλληλοκατανόηση, η αλληλεγγύη, η φιλανθρωπία, ο αλτρουισμός.
2. Εθνικά: κρίση α) στην Παιδεία, και β) στην Οικονομία, και
3. Παγκόσμια: α) Οικολογική μόλυνση, β) εθνικές πολιτικές.
Αλλ’ ας δούμε πoιο «Σταυρό» προσκυνούν οι Τεχνοκράτες, γιατί μια αιρετική θεολογία του Σταυρού οδηγεί σε αιρετική (και άρα μη πραγματική) διδασκαλία της Ανάστασης. Μόνο ορθό-δοξα η λιτότητα μπορεί να λειτουργήσει ως θυσία (δοκιμασία, παραχώρηση, εγκατάλειψη).
Για μια πανεθνική οικονομική "Ανάσταση" απαιτείται: 1. Αυτοκριτική λαθών. 2. Επούλωση (πολιτικοοικονομικών) πληγών, και 3. Εθνική (Πολιτική) βούληση για "Μετάνοια". Το αναστάσιμο μήνυμα του Χριστού είναι μια <νέα> ηθικά Ζωή και σωματική αφθαρσία. Ποία είναι όμως αυτή η <Νέα> περίοδος, κατάσταση ή ποιοτική κατηγορία τής χριστιανικής ελπίδας, και από ποιο "πέρασμα" (Πάσχα) την προσεγγίζει κανείς; Δεν πρόκειται φυσικά για καμιά Κοσμική Αλλαγή, ούτε για κάποια Εσωτεριστικά κανάλια (αγωγούς-τούνελ). Είναι η πίστη στον "εσταυρωμένον και αναστάντα Χριστόν". Ανάσταση δεν σημαίνει επιστροφή (Ανακύκληση-μετεμψύχωση), αλλά πορεία προς τα εμπρός, το μέλλον. Πάσχα αληθινό είναι η έλευση του Λόγου προς τον ανθρώπινο νου (Φωτισμός-Δοξασμός), κατά την οποία ερχόμενος δια των μυστηρίων τής Εκκλησίας ο Λόγος τού Θεού στις καρδιές, χαρίζει την πληρότητα σ’ όλους τους άξιους, με την προσφορά τής μετοχής στα οικεία Του αγαθά.
Φως θα ξεπηδήσει και φέτος από τον Πανάγιο Τάφο. Γνήσια "τέκνα φωτός" είναι μόνο τα γεννημένα (υιοθετημένα) στην κολυμβήθρα παιδιά του Θ. Πατέρα, εφόσον "συνετάφησαν αυτώ δια του βαπτίσματος εις τον θάνατον" (Ρωμ.6,4) του Υιού.
Ο Χριστός ήλθε για να γκρεμίσει όλα τα είδωλα. Κι' ο θάνατος, αυτό το έσχατο όριο του ανθρώπου, κατανικήθηκε. Η Ανάσταση του Χριστού είναι η διαμαρτυρία του Θεού κατά οποιουδήποτε άλλου θανάτου. Ας ακούσουμε, το μήνυμά Του για να ζήσουμε ως Έθνος. Αντί των καθιερωμένων ευχών, ας παρακαλέσουμε το ανέσπερο Φως τού Παναγίου Τάφου να φωτίσει όλους μας, και ιδιαίτερα τους υπεύθυνους, για μια όσο το δυνατόν προσφορότερη λύση στο τεράστιο αυτό ζήτημα.
Η Κοσμική Νύχτα και ο Πνευματικός Νυσταγμός
Τετάρτη, 20 Απρίλιος 2011. Αρθρογραφία

Σπύρος Κ. Τσιτσίγκος

  Οι Πατέρες τής Εκκλησίας μας και οι ιεροί Υμνογράφοι, αφορμόμενοι από τις φυσικές και βιολογικές λειτουργίες τής δημιουργίας και του ανθρώπου, προσπαθούν να «φωτίσουν» καλύτερα κάποια πνευματικά μυστήρια.
Για την υπαρξιακή ή κοσμική «νύχτα» (Weltnacht) έχουν μιλήσει αρκετοί Ποιητές και Φιλόσοφοι, όπως ο Kierkegaard και ο Heidegger. Πρόκειται για τη λεγόμενη Kulturnat (= νύχτα πολιτισμού), την παγερή δηλ. εκείνη νύχτα τής απ-ουσίας τού Θεού. Εδώ η αμαρτία εμφανίζεται ως σκοτάδι, αιώνιος ύπνος και αποκάρωση.
Η περίφημη νύχτα τής Γεθσημανής, η Μ. Παρασκευή και γενικά ολόκληρο το Πάθος και ο θάνατος τού Θεού συνιστούν μια αρχετυπική ανθρωπολογικά και πολιτισμικά κατάσταση.
Ήδη το εδεμικό «δειλινό» (Γεν. 3, 8) σχετίζεται με τη βρώση τού απαγορευμένου καρπού τής γνώσης. Η γνώση αυτή εισέρχεται στον άνθρωπο μέσω ενός «δαιμονίου μεσημβρινού». Με το Προπατορικό Αμάρτημα η πονηρία τού όφεως αποδεικνύεται μωρία, γι’ αυτό και θα χρειασθεί η «μωρία» να παρέξει την πραγματική, την «άνωθεν», σοφία. Αντίθετα, η νύχτα τού κόσμου τούτου αποκαλύπτει το γνόφο τής ανθρώπινης αγνωσίας.
Η νύχτα τής απελευθέρωσης, η νύχτα δηλ. τής Εξόδου των Εβραίων από την Αίγυπτο (τη χώρα τής δουλείας), συνιστά προτύπωση του Πάσχα τού Κυρίου. Έτσι, η Αγία μας Εκκλησία έψαλλε: «Εκ νυκτός ορθρίζει το πνεύμα μου προς σε ο Θεός». Ο Σεβηριανός Γαβάλων, σχολιάζοντας την παλαιοδιαθηκική νύχτα, σημειώνει: «Ευλογητός ο Θεός των αγίων ότι το δειλινόν τότε τον Αδάμ επεσκέψατο και επί του Σταυρού το δειλινόν υπέμεινεν ο Σωτήρ»: Πράγματι, «από δε έκτης ώρας σκότος εγένετο επί πάσαν την γην έως ώρας ενάτης» (Ματθ. 27, 45).
Ωστόσο, σύμφωνα με τους Πατέρες, ο Κύριος βάδιζε προς το θάνατο σα να πήγαινε σε γάμο. Το πένθος, έτσι, καθίσταται για κάθε Χριστιανό χαροποιόν: «Μη έτερος γάμος πάλιν εστιν εν Κανά;», θα ψάλλει Ρωμανός ο Μελωδός. Τη σχέση γάμου και σκότους (θανάτου) αποδίδει πολύ ωραία το στιχηρό ιδιόμελο των Αίνων τού Όρθρου τής Μ. Τρίτης:
«Νυμφίε Χριστέ, λόγω της πνευματικής μου οκνηρίας, φάνηκα αμελής και δε φρόντισα να διατηρήσω αναμμένη τη λαμπάδα των αρετών, μοιάζοντας έτσι με τις 5 μωρές παρθένες, αφού όλη την επίγεια ζωή μου, που είναι καιρός πνευματικού αγώνα και δουλειάς, την πέρασα άσκοπα και επιπόλαια. Συ, όμως, Κύριε, μη μου στερήσεις τη μητρική Σου αγάπη, αλλ’ αφού μου απομακρύνεις τη σκοτοδίνη της αμαρτίας, ανόρθωσέ με και οδήγησέ με μαζί με τις πέντε φρόνιμες παρθένες στη γαμήλια αίθουσα, εκεί όπου μακάρια και αδιάκοπα ακούγεται η άσπιλη, σαν των Αγγέλων, επωδός. Κύριε, δόξα σε Σένα».
Η όλη υμνογραφική Θεολογία τής Μ. Τρίτης [ο Οίκος («Τι ραθυμείς αθλία ψυχή μου;»), το Διώδιο («Ραθυμίαν άπωθεν ημών») κ.λπ.], εμπνευσμένη πάλι από την πολυσήμαντη Παραβολή των δέκα παρθένων, στρέφεται γύρω από τη ραθυμία, που είναι συγγενής κατάσταση με την ακηδία.
Η παρομοίωση της πνευματικής εγρήγορσης και της άσκησης με λαμπάδα γίνεται από τον Υμνωδό α) για να μας υπενθυμίσει ότι οι αρετές και τα «καλά έργα» δεν είναι προϊόντα μόνο της δικής μας μεγαθυμίας, αλλά αποτέλεσμα Θείας συνεργίας, που από την ημέρα τής προσωπικής μας Πεντηκοστής, δηλ. από τη στιγμή που λάβαμε, με το μυστήριο τού Χρίσματος, το φωτισμό τού Αγίου Πνεύματος, παρέχεται άφθονα, αρκεί εμείς να φροντίζουμε για την πνευματική διατήρηση και τροφοδοσία αυτής τής λαμπάδας, όχι με «έλαιον» (υλικό λάδι τής σχετικής ευαγγελικής Παραβολής) αλλά με «έλεος» (δηλ. φιλανθρωπία και φιλευσπλαχνία), κατά τον ι. Χρυσόστομο, που «εκ θανάτου ρύεται και ουκ εά εισελθείν εις το σκότος» (Τωβίτ 4, 10), και β) για να δείξει ότι «τα προστάγματα» του Θεού είναι «φως επί της γης». Τη σχέση μίσους και σκότους διατυπώνει πολύ παραστατικά ο Ευαγγελιστής τής αγάπης: «ο μισών τον αδελφόν αυτού εν τη σκοτία εστί και εν τη σκοτία περιπατεί, και ουκ οίδε πού υπάγει, ότι η σκοτία ετύφλωσε τους οφθαλμούς αυτού» (Α΄ Ιω. 2, 11).
Ο Σταυρός τού Χριστού δεν είναι, τελικά, ούτε ένα εσωτεριστικό γεγονός, ούτε μια φολκλορική τελετή, αλλά η κάθετη ιστορικοπολιτικά ρήξη με τις δυνάμεις τού σκότους και της φθοράς. Πόσοι και πόσοι άνθρωποι σήμερα δεν προδίδουν τον Χριστό για το χρυσό; Και σήμερα, παρά το ότι βλέπουμε καθημερινά θαύματα, ακούμε τον Θείο λόγο και διαπιστώνουμε τη δύναμη της πίστης, υπάρχουν πολλοί που εμμένουν πεισματικά στην απιστία! Δεν υπάρχει για τον βαπτισμένο Χριστιανό ούτε πεπρωμένο, ούτε ροπή προς την αμαρτία. Αρκεί μόνο να θέλει, και θα μπορέσει να διατηρήσει τη Χάρη, ώστε να βρίσκεται σε συνεχή πνευματική ετοιμότητα, κατανικώντας τα πάθη του.
Είθε, με την ψυχοσωματική συμμετοχή μας στο θάνατο και την ανάσταση του «φωτός τού κόσμου» (Ιω. 8, 12) και του «αναβαλλομένου το  φως» (Χριστού), να αξιωθούμε να γίνουμε «υιοί φωτός» (Α’ Θεσ. 5, 5).

Του Σπύρου Κ. Τσιτσίγκου

  Ἡ Δημιουργία, ἡ Πτώση καί ἡ Ἀπολύτρωση ἀποτελοῦν τούς τρεῖς κεντρικούς σταθμούς τῆς Ἱστορίας τῆς Θείας Οἰκονομίας. Αὐτά τά τρία διατρέχουν καί τό περιεχόμενο τῆς γέννησης, ἀνάπτυξης καί καθιέρωσης τῆς ὀρθόδοξης Θείας λατρείας.
Ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν ἄνθρωπο ἀποτελεῖ ἕνα οὐσιῶδες χαρακτηριστικό τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε καί προικίστηκε μέ ἱκανότητες κατάλληλες γιά νά λατρεύει τόν Θεό: νά προσεύχεται σ' Αὐτόν, νά δοξάζει Αὐτόν, νά ἔρχεται σέ ἐπικοινωνία μέ Αὐτόν, καί τελικά νά τελειοποιεῖται διά τῆς μετοχῆς του μέ Αὐτόν• μέ λίγα λόγια, νά φθάνει στή θέωση. Τό μυστήριο τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου μέ βάση τό <κατ' εικόνα> καί <καθ' ομοίωσιν> τοῦ Θεοῦ (Γεν. 1, 26), ἡ ὁποία "εἰκόνα" μέ τό Προπατορικό Ἁμάρτημα ξεθώριασε (ἀχρείωση) μέν ἀλλά δέν ἔσβησε παντελῶς (ἀμαυρώθηκε ἀλλά καί μέ τήν "ἐν Χριστῷ" Ἀπολύτρωση ἀνανεώθηκε (ἀνακαινίστηκε), ἀποτελεῖ τό ἀνθρωπολογικό συστατικό τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς λατρείας.
Ἡ διά τῆς Πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου διακοπή τῆς ἐπι-κοινωνίας του μέ τόν Θεό καί ἡ προσκόλλησή του στά δημιουργήματα προξένησε τό πρόβλημα τῆς λατρείας καί ἀκολούθως τό πρόβλημα τῆς ὕπαρξης. Οἱ ἄνθρωποι λάτρευσαν τήν κτίση παρά τόν Κτίσαντα (Ρωμ. 1, 25). Ἡ λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἀντικαθιστᾶ τή δουλεία στόν κόσμο καί στίς δυνάμεις τῶν στοιχείων τῆς Φύσεως.
Ἡ παλινόρθωση τῆς ἀληθινῆς λατρείας γίνεται ὁρατή διά μέσου ὁλόκληρης τῆς Ἱστορίας τῆς σωτηρίας, συνιστώντας τό ἀποφασιστικότερο κριτήριο τῆς ζωῆς καί τῆς ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, τά στάδια τῆς Πτώσης τοῦ ἀνθρώπου ἀντισταθμίζονται μέ τά στάδια τῶν Ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἀποκατάστασης τῆς λατρείας Του μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Ἀπ' τή μιά κυριαρχοῦν ἡ ἄγνοια τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἀπελπισία τοῦ ἀνθρώπου, κι’ ἀπ' τήν ἄλλη τά στάδια τῆς ἀνανέωσης τῶν Ἀποκαλύψεων τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἀνθρώπινης ἐλπίδας γιά ἐπανένωση μέ τόν Πλάστη καί Σωτήρα. Σέ κάθε στάδιο τῆς ἐπιστροφῆς ἀντιστοιχεῖ μιά ἐπί πλέον λειτουργική πρόοδος στή λατρεία τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Χριστός, ὡς ὁ Ἀρχιερεύς ὅλης τῆς Ἀνθρωπότητας, κατευθύνει τή λατρεία μας, ἔτσι ὥστε αὐτή νά διενεργεῖ τή μετάθεση ἀπό τόν θάνατο στή ζωή, ἀπό τή φθορά στήν ἀφθαρσία, ἀπό τό ἐφήμερο καί πεπερασμένο τῆς δημιουργίας στή Χάρη τῆς θέωσης, στά ἐσώτατα <Ἅγια τῶν Ἁγίων> τοῦ Ἄκτιστου Φωτός καί τῆς αἰώνιας δόξας τῆς Ἁγίας Τριάδας. Ἡ θεανδρική (χριστολογική) λατρεία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῆς ἐπιτρέπει νά εἶναι ἐξίσου τόσο χριστοκεντρική ὅσο καί τριαδική, κινούμενη ἀπό τή Χάρη τῆς (ἔνσαρκης) Οἰκονομίας πρός τή Χάρη τῆς τριαδικῆς Θεολογίας (Τριαδολογίας).
Οἱ ἑφτά ὧρες τῆς καθημερινῆς προσευχῆς τῶν Ιουδαίων γίνονται στόν Χριστιανισμό ἑφτά ἱερές Ἀκολουθίες τῆς Ἑκκλησίας: Ἑσπερινός, Ἀπόδειπνο, Μεσονυκτικό, Ὄρθρος καί οἱ Τρεῖς Ὥρες. Οἱ ἰουδαϊκές γιορτές, οἱ ὁποῖες ἦσαν ἐπικεντρωμένες γύρω ἀπό τό Πάσχα, μεταμορφώθηκαν σέ χριστιανικές γιορτές μέ ἐπίκεντρο τήν "Ἑορτή τῶν Ἑορτών καί Πανήγυριν τῶν Πανηγύρεων", τό Πάσχα τοῦ Κυρίου. Τό χριστιανικό Πάσχα εἶναι ἕνα ἐσχατολογικό γεγονός. Αὐτό ἔχει πραγματοποιηθεῖ· ὡστόσο, παραμένει διαρκῶς ἐνεργούμενο στόν αἰώνα. Ἐκτείνεται διαχρονικά σ' ὅλες τίς διαστάσεις τοῦ χωροχρόνου. Ἑορτάζεται κάθε Κυριακή, σέ κάθε γιορτή καί κάθε ἡμέρα. Ἔτσι, συνιστᾶ τήν κατ' ἐξοχήν Λ ε ι τ ο υ ρ γ ί α, ὅπου ἑστιάζεται ὁλόκληρη ἡ ὀρθόδοξη λατρεία. Πρόκειται γιά τή Λειτουργία τῆς Καινῆς Διαθήκης, τήν ὁποία διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ συνῆψε ὁ Θεός μέ τούς Ἰουδαίους, τούς Ἕλληνες καί ὅλα τά Ἔθνη. Ἡ Λειτουργία αὐτή ἑνώνει τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν κεφαλή της, τόν Χριστό, εἰσάγοντάς το στή "Βασιλεία τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος".
Τό χριστιανικό Πάσχα, τό ὁποῖο λαμβάνει χώρα μέσα στή Θεία Λειτουργία, εἶναι ἕνα αἰώνιο γεγονός, τό ὁποῖο ἐλευθερώνει τόν κτιστό χρόνο ἀπό τά όριά του καί τήν αἰτιοκρατική του κίνηση. Ὁ πιστός, μέ τή συμμετοχή του στό μυστήριο τῆς βρώσης τοῦ Κυριακοῦ Σώματος, ἀποκτᾶ τή δύναμη τοῦ Ἀναστάντος καί τῆς αἰωνιότητας, τήν ὁποία ἡ ἀνθρώπινη φύση ἔχει πιά ἐνδυθεῖ "ἐν Χριστῷ". Μέσα στή Θ. Λειτουργία ὁ χρόνος φαίνεται νά σταματᾶ, καθώς τό Ἅγιο Πνεῦμα ἡσύχως (βλ. Ἡσυχασμό) καί μυστικῶς ἐμφυσᾶ στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τή δική Του πνοή, τῆς αἰωνιότητας. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας προσεγγίζουν αὐτό τό ἀμόλυντο μυστήριο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ μέ δέος. Ἐνῶ ἡ ἑβραϊκή Λειτουργία ἀρχίζει μέ τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ἡ χριστιανική ἀρχίζει μέ τήν τελική (ἐσχατολογική) πράξη τῆς Ἀποκάλυψης τοῦ Θεοῦ καί τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, ἤτοι τή Βασιλεία τῆς Ἁγίας Τριάδας.
Ἡ Θεία Λειτουργία δέν μεταβάλλει μόνο τόν χρόνο σέ αἰωνιότητα, ἀλλά ἐπίσης καί τίς διαστάσεις τοῦ χώρου. Ὁ χῶρος, ἐντός τοῦ ὁποίου τελεσιουργεῖται ἡ Θεία Μυσταγωγία, εἶναι ἅγιος, ὑπερβαίνοντας τή διαλεκτική τοῦ ἱεροῦ καί τοῦ κοσμικοῦ. Ὁ λειτουργικός χῶρος εἶναι τό Καθ-ολικό, ὅπου ὁ οὐρανός συναντᾶ τή γῆ. Ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν λειτουργεῖ στόν ἄνθρωπο μέσα σ' ἕνα χῶρο μεταμορφωμένο καί ἀναστοιχειωμένο, δηλ. μέσα σέ μιά νέα δημιουργία. Ἔτσι, στόν Χριστιανισμό δέν ὑπάρχει ἕνα ἀποκλειστικό ἅγιο μέρος, ὅπως ἦταν γιά τούς Ἑβραίους ὁ Ναός τῶν Ἱεροσολύμων, ἐπειδή κάθε τόπος καθαγιάζεται, ἀποκτώντας τά ἱερά κέντρα του. Ὁμοίως, δέν ὑπάρχει μιά μόνο Ἀαρωνική ἀρχιερωσύνη, ἐφόσον ἡ Ἀρχιερωσύνη τοῦ Μελχισεδέκ εἶναι καθ-ολική. Οἱ νέες καθ-ολικές διαστάσεις τοῦ χώρου, ὅπως λειτουργοῦν μέσα στή Θεία Λειτουργία, ἀποτελοῦν τό νέο μυστήριο, τό ὁποῖο "σχετικοποιεῖ" κάθε παλιό χῶρο. Τό μέρος τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ, ὅπου τελεῖται ὑπό τοῦ ἐπισκόπου ἡ Θεία μυσταγωγία, σχετίζεται μυστικά καί πνευματικά μέ τή σκήτη τοῦ ἀσκητῆ, ἤ μέ τό μυστικό μέρος τῆς καρδιᾶς τοῦ κάθε Χριστιανοῦ.
Τελικά, ἡ Θεία Λειτουργία εἰσάγει ἕνα νέο εἶδος λατρείας. πρόκειται γιά ἕνα τρόπο πνευματικό, μυστηριακό, μυστικό (μυσταγωγικό). Τά ὑλικά στοιχεῖα τῶν Μυστηρίων μεταμορφώνονται σέ πνευματοφόρα, χωρίς ἐντούτοις νά χάνουν τήν ὑλική των ὑφή. Τό γεγονός αὐτό, πού συνδέει τό ὑλικό μέ τό πνευματικό, ἤ μᾶλλον ἀνοίγει τό πρῶτο στό δεύτερο, ἑνώνει τελικά τό Ἄκτιστο μέ τό κτιστό, τό Θεό μέ τόν ἄνθρωπο "ἐν" καί "διά" τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεανθρώπου. Τό μυστήριο τῆς Ἐνσάρκωσης εἶναι τό κλειδί γιά τήν ὁποιαδήποτε λατρευτική ἱεροπραξία. Ἐδῶ, μέσα στήν ἑνότητα τῆς ἱεροτελεστίας, ἡ ὁποία ἐπιτρέπει τή συμμετοχή στό μυστήριο τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, βρίσκεται ὁ πυρήνας τῆς ὀρθόδοξης λατρείας. Ἔτσι, θεωρητικά ἡ λατρεία μπορεῖ νά ἰδωθεῖ πρακτικά καί ὑπαρξιακά. Ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καθιέρωσε τόν Κανόνα τῆς λατρείας, δεδομένου ὅτι ἡ λατρεία ἀναφέρεται στήν ἐσώτατη ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, ἀποτελώντας ζωτική ἀνάγκη του. Οἱ ἱεροί Κανόνες - Ὅροι (ὅρια = σύνορα) μᾶς ὑπενθυμίζουν τόν τρόπο-δρόμο τῆς ζωῆς. Δέν πρόκειται γιά κάποιο Σχολαστικιστικό (ἰουδαϊκό) Νομικισμό ἤ Παλαιοδιαθηκικό Νόμο, ὁ ὁποῖος ὑπηρετοῦσε τή σκιά, προσδοκώντας τήν οὐσία - Ἀλήθεια, ἡ ὁποία δέν εἶχε ἔλθει ἀκόμα. ἡ νέα Κανονική τάξη τῆς Ἐκκλησίας ὑπηρετεῖ τήν Ἀλήθεια, δηλ. τήν οὐσία, καλώντας μας συμβολικά στήν ποίμνη τῆς αἰώνιας βρώσης. Ὁ Ὀρθόδοξος, πού ἀκολουθεῖ τόν λειτουργικό κανόνα τῆς λατρείας, εἰσέρχεται στά <Ἅγια τῶν Ἁγίων> τοῦ νοητοῦ Παραδείσου, καί ἐκεῖ, φωτισθείς ἀπό τό Ἄκτιστο Φῶς τῆς Θείας μακαριότητας, παραδίδεται στόν ἀτελεύτητο ὕμνο τῆς λατρευτικῆς ζωῆς.


Βιβλίο: Θρησκεία και Επιστήμη
Πέμπτη, 25 Φεβρουάριος 2010. Bιβλιογραφία
Tίτλος : Θρησκεία και Επιστήμη Συμβολή στην επιστημολογική Διαλεκτική Ακτίστου και Κτιστού
Συγγραφέας : Σπύρος Τσιτσίγκος
Εκδόσεις : Tremendum, Ιανουάριος 2010

Για έναν κόσμο, όμως, που αμφιβάλλει ολοένα και περισσότερο για τον εαυτό του, η Φιλοσοφία και η θρησκεία είναι εκ των προτέρων οι πιο αρμό­διες να τον πληροφορήσουν για την ακριβή κατάσταση και θέση στην οποία βρίσκεται. Πράγματι, σε κρίσιμες στιγμές τού ιστορικού Πνεύματος όσοι ζη­τούν να μάθουν τον λόγο τής ιστορικής ανάγκης και αισθάνονται εξ ονόμα­τος της εποχής τους την αγωνία τής απουσίας απαντήσεων και συνάμα το βάρος τού υπαρξιακού ερω­τήματος, στοχά­ζονται και φιλοσοφούν.
Οι θρησκείες, διαθέτοντας το πνεύμα τής προφητείας, μπορούν και αφουγκράζονται, πολύ πριν από τη Φιλοσοφία ή την Επιστήμη, τα απο­καλυ­πτικά μηνύματα μιας εποχής. Έτσι, οι αποκαλυπτικοί καιροί έχουν γίνει συ­νώνυμο των περιόδων κρίσεων. Η σύγχυση και αβε­βαιότητα αυτή μαζί με τις δυσοίωνες παγκοσμίως προσδοκίες για την ποιότητα ζωής τού «η­λεκτρο­νι­κού», «μι­ντια­κού» και «οι­κο­λο­γι­κού» αν­θρώ­που τού 21ου αιώ­να, όπως και τής απει­λής για μία πλανητική αυ­τοκαταστροφή (βλ. οικολο­γική, ενεργειακή και οι­κονομική κρίση), πε­ριστέλλουν κάθε αισιόδοξο φιλοσοφικό ή επιστημονικό προαίσθημα, καθιστώντας πλέον κάθε διά­λογο Φυσικής και Θεολογίας όχι απλά απολογητικό, αλλ’ αποκαλυπτικό. Όντως, σε κρίσιμες για την αν­θρω­πότητα εποχές, ο φιλοσοφικός και επι­στημονικός λόγος φαντάζει πιο σεμνός και μετριόφρων, αφού όσο κλονί­ζεται, τόσο συγκεντρώνε­ται στον εαυτό του, ερωτώντας για την αρχή, τη φύση και το νόημά του. Έτσι, μετά τη συντριβή τού τελευταίου οικήματος του ευρωπαϊ­κού πνεύματος, της κλασικής Φυσι­κής, ο άνθρωπος έμεινε ανέστιος πνευ­ματικά.
Μέσα σε ένα τέτοιο εσχατλογικό κλίμα, οι γνωσιολογικές σχέ­σεις Υπερβατικού (Transzendenz) και ενδοκοσμικού (Immanenz), ά-λο­γου και Ορθού Λόγου, πίστης και γνώσης, θρησκείας και Επιστήμης, μεταβάλλο­νται ανα­γκαστικά. Η «πα­λιά» Θρη­σκεί­α (ο Χρι­στια­νι­σμός), ό­πως και η Επι­στήμη, δεί­χνουν, βέβαια, ό­τι ε­ξα­κο­λου­θούν να αν­θί­στα­νται ―πό­τε πιο δυναμικά και πό­τε πιο αδύναμα (J. Kirk)―, χω­ρίς, ω­στό­σο, να δια­τη­ρούν την προ­γο­νι­κή τους αί­γλη. Αφε­νός η α­πο­λυ­τό­τητα και των δύ­ο, και α­φε­τέ­ρου η με­τα­ξύ τους ο­ξεί­α στο πα­ρελθόν α­ντι­πα­ρά­θεση έ­χουν πε­ρά­σει α­νε­πιστρε­πτί. Αμ­φό­τε­ρες έ­χουν γί­νει τώρα πιο «συνεσταλμένες» και διαλ­λα­κτι­κές (Ch. Henderson), α­ντι­λαμ­βα­νό­με­νες, απ’ τη μί­α, ό­τι ο μα­χη­τι­κός α­θε­ϊσμός υ­πο­δαυ­λί­ζει αυ­τό α­κρι­βώς που μά­χε­ται, δηλ. τον θρη­σκευ­τι­κό φα­να­τισμό (K. Armstrong, D. Wolpe), και, απ’ την άλ­λη, ό­τι μί­α στεί­ρα δια­μάχη θρη­σκεί­ας και Επιστή­μης ζη­μιώ­νει και α­δι­κεί τη θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα.
Ωστόσο, θρησκεία και Επιστήμη δεν μιλούν πάντα την ίδια «γλώσσα», με αποτέλεσμα τον κίνδυνο αλληλοπαρανόησής τους. Αν φύ­γει ο Θεός από τη μέση, τότε ο Άνθρωπος είτε θα θεοποιήσει ξανά τη Φύση και τον εαυτό του μέσω τής Επιστήμης (M. Redhead), όπως έκανε παλαιότερα, είτε θα διο­λισθήσει ―που είναι και το πιο πι­θανό― σε έναν (λογικό ή οικολογικό) Νε­ο-πα­γα­νι­σμό ή/και θρη­σκευ­τι­κό συ­γκρη­τι­σμό (H. Tincq), ό­που η μεν Επιστήμη συνοικεί με τη μετα-επιστήμη (metascience) και την Τέχνη, η δε θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα/πνευ­μα­τι­κό­τη­τα συνυπάρ­χει με το Occult, την Αστρο­λογία, τη δεισιδαιμονία, τον Αποκρυ­φι­σμό, τη Μα­γεία, τον Ε­σω­τε­ρι­σμό κ.λπ. Φαίνεται ότι, όσο στην Ιστορία επιτυγχά­νεται ευημερία και πρόοδος, τόσο ο άνθρωπος εξαχρειώνεται, κατά έναν κύκλο.
Αν, όμως, τόσο η ανεπάρκεια του ανθρώπινου λόγου και πολιτι­σμού, όσο και η επιτυχία τους, εμπεριέχουν τα σπέρματα τού εκπε­σμού και της αυ­τοδιάψευσης, η λύση θα πρέπει να ανευρεθεί κάπου στη μέση, ήτοι στην ιδέα τής διαρκούς μέριμνας, εγρήγορσης και ολι­στικής ανοι­χτότητας. Αν η μεταμοντέρνα Επιστήμη επιθυμεί να συνεχίσει τον πρωταγωνιστικό της ρόλο στην παγκόσμια κοινωνία, θα πρέπει να καταστεί «επιστήμη τής πολυπλοκότητας».
Πολλοί κοινωνιολόγοι, οικονομολόγοι και σύγχρονοι διανοητές, μπρο­στά σε αυτήν την ανησυχία, ανατρεπτικότητα και ανασφάλεια, δεν βλέπουν άλλη διέξοδο από αυτήν τής θρησκείας. Ο καθηγητής τής Κοι­νωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Harvard, Daniel Bell, ανα­γνωρίζει ότι η ιδέα τού μετα­βιομηχανικού Κα­πιταλισμού, που επι­στρέφει σε μία κα­τανόηση της θρη­σκείας, επιδιώ­κει έναν θεμελιακό υπαρξιακά στόχο: την ελπίδα για ένα μέλ­λον. Τί­ποτε σήμερα δεν συγ-κρατεί την πραγματικό­τητα, δεδομένου ότι το κοσμικό σύστημα εν­νοιών αποδείχτηκε αυταπάτη. Αναμφίβολα, μόνο η θρησκεία μπορεί να νιώσει, σε βάθος και πληρό­τητα, αυτήν τήν απειλή, επειδή τα θρη­σκευτικά αντίβαρα είναι αδιά­ψευ­στα (δεδομέ­νου ότι δεν στηρί­ζονται σε υλικά μεγέθη, τα οποία μπορεί να διαψεύ­δονται). Οι Stark και Bain­bridge (1985) έχουν υποστη­ρίξει ότι η «Επι­στροφή τού Θεού» (Cox, 1996) είναι μία λογική απάντηση στην κο­σμική αυτή απογοήτευση που έχει προ­καλέσει ο Καρτεσιανός δυϊσμός και η υλική αποτυχία τού δυτικού πο­λιτισμού. Προ­τεστάντες μάλιστα θε­ολόγοι (π.χ. Pinnock et al.) αποδί­δουν ευθύνες στα αρ­χαι­οελληνικά (Ανα­ξα­γόρας, Πλάτων, Αριστοτέ­λης κ.ά.) θεμέλια του δυτικού ευρω­παϊκού πολιτισμού, αφού, όντως, η ελληνική Επιστήμη υπολαμβάνεται ως υπο­κει­μενική, ορθολογική και καθαρά διανοητική (Ch. Gillispie).
Αν οι ανθρώπινες κοινωνίες εξαρτώνται από τα λειτουργικά οι­κο­συ­στήματα, μία εντατική διαχείριση του οικοσυστήματος από τις σύνθε­τες κοι­νωνίες αλλοιώνει και εκφυλίζει το περιβάλλον. Τη στιγμή όμως που η κοινω­νία εκφυλίζεται και το περιβάλον αποδιοργανώνεται, μπορεί να περάσει το κρίσιμο κατώτατο όριο και να εμφανισθεί μία κρίση νομι­μοποίησης (Steiner-Aeschliman 1999), όπου κάτι αμετά­κλητα φαίνεται να αλλάζει στο «ήθος» τής κοινωνίας (Berger et al.). Ακόμα, μία κρίση νομι­μοποίησης εντείνει τις σχέσεις μεταξύ των θε­σμικών υπευθύνων για τη λήψη αποφάσεων και του λαού. Τε­λικά, τα οικοσυστήματα αναδιοργα­νώνονται, για να μειώσουν το ανθρώπινο φορτίο που προκαλεί είτε την κοινωνικο-πολιτιστική αναδιοργάνωση, είτε την κατάρρευσή του. Στην αναδιοργάνωση αυτή παίζει σημα­ντικό ρόλο η θρησκεία. Καθώς η περι­βαλλοντική υποβάθμιση ανυψώ­νει τη μεταβιομηχα­νική κεφαλαιοκρατία, μία νομιμοποίηση της κρί­σης μπορεί να αυξήσει την επιρροή τής άτυπης θρησκείας. Έτσι, η θρησκεία ―με την προώθηση λογι­κών κοινωνικών αλλαγών μέσα στο χάος και την κοινωνική αναταραχή― καλείται να δι­απλάσσει τούς ανθρώπους, για να αναδιοργανωθεί η κοινω­νία. Όλα αυτά, βέ­βαια, αντιστρέφουν τη δυναμική που προϋπέθετε ότι ο Με­τα­μο­ντερ­νισμός θα διέβρωνε τελικά την απαίτηση για τις παραδοσιακές θρη­σκευτικές πεποιθήσεις και, κατά συνέπεια, ότι η θρησκεία θα αποδυ­να­μωνόταν (Wilson 1966, 1982).
Σχετική έρευνα του 1992 στη Γαλλία (Minois, σ. 31, Festraets, pp. 46-49) έδειξε ότι το 89% των ερωτηθέντων ―πιστών και μη― απά­ντησε ότι ο επι­στήμονας μπορεί ανεμπόδιστα να θρησκεύεται, ενώ το 64% ότι η Επι­στήμη δεν θα μπορέσει ποτέ να αποδείξει την ύπαρξη ή την ανυπαρξία τού Θεού. Σε αντίστοιχη έρευνα της Αγγλίας, μόνο το 29% συμφώνησε ότι θρησκεία και Επιστήμη βρίσκονται σε σύγκρουση (Wilkinson, p. 224). Εξάλλου, πανελλήνια έρευνα μεταξύ τών νέων, που διεξήγαγε το Ινστι­τούτο Πολιτικής Κοινωνιο­λογίας τού Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευ­νών (υπεύθυνος ο Καθηγητής Δ. Χαραλά­μπης και συντονιστής ο Π. Κα­φετζής) τον Μάϊο του 1999 και τα απο­τελέσματά της ανακοινώθηκαν τον Νοέμβριο του 2000, έδειξε ότι μα­θη­τές Γυμνασίου και Λυκείου θεωρούν τή θρησκεία ως σημαντικό παράγοντα για τη ζωή, σε ποσοστό 88% οι πρώτοι και 77% οι δεύτε­ροι.
Η στάση των πιστών απέναντι στην ετερότητα ήταν μέχρι σή­μερα αμυντική, αλλά τώρα πια οι «εχθροί» βρίσκονται εντός των πυ­λών· η πε­ρι­χαράκωση δεν ωφελεί τόσο, όσο η γόνιμη αντιπαράθεση. Το έτος 2009 έχει ανακηρυχθεί ως «έτος τής Επιστήμης». Η προσπά­θεια συνάρμοσης θρη­σκείας και Επιστήμης φαίνεται αναπόφευκτη. Μία τέτοια όμως συ­νάρμοση δεν είναι απαραίτητο να είναι αδιάφορα συμπληρωματική, απλά αθροιστική ή συγχωνευτική, αλλά, λαμβάνο­ντας υπόψη όλες τις υπεισερχόμενες μετα­βλητές, ευέλικτη, πολυ­επί­πεδη και πολύμορφη. Οφείλουμε να αντιμετωπί­ζουμε με σεβασμό τις προσωπικές τοποθετή­σεις όλων των ανθρώπων (ερευ­νητών, φο­ντα­μεναλιστών, αρνησίθεων κ.λπ). Ο καθένας προσπαθεί να εκ­φράσει, όσο καλύτερα γίνεται, αυτό που του επιτρέπεται να ζήσει και να συ­νειδητοποιήσει. Η Εκκλησία χρειάζεται πλέον μία δυναμική και ενερ­γητική Απολογητική, και μία δι­ευρυμένη και ωριμότερη Ποιμα­ντική.
Το έρ­γο αυ­τό, που, μεταξύ των άλλων, απευθύνεται σε κάθε ελεύ­θερα σκεπτόμενο άνθρωπο και ιδιαίτερα πεπαιδευμένο μέλος τής Εκ­κλησίας, δεν αποτελεί Φιλοσοφία τής Θρησκείας ή φιλοσο­φική Θε­ολογία, ούτε φι­λο­δοξεί, βέβαια, να κα­λύ­ψει συστηματικά, δηλ. κατά επιστημονικό κλάδο, ό­λον τον χώ­ρο τής Α­πο­λο­γη­τι­κής Θε­ο­λο­γί­ας. Για τον γρά­φοντα θα ήταν αρκετό, αν κατόρθωνε να προ­σφέ­ρει α­φενός έναν προϊδεασμό για τη σύγ­χρο­νη προ­βληματι­κή στον διά­λο­γο Ε­πι­στή­μης και θρη­σκεί­ας και αφετέ­ρου κά­ποια σχετι­κά ε­ρε­θί­σμα­τα για πε­ραι­τέ­ρω α­νά­λο­γες έρευ­νες.
... Από τον πρόλογο του βιβλίου (σελίδες 9-12)