Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014

Σταμάτης Σπανουδάκης για την πορεία από τα ναρκωτικά στον Χριστό και τη προσευχή




Σταμάτης Σπανουδάκης,  Μουσικοσυνθέτης

Η προσευχή είναι ένα άπιαστο όνειρο. Υποτίθεται ότι προσεύχομαι λίγο κάθε μέρα, αλλά την αληθινή προσευχή, την κραυγή εκείνη που είναι σαν να πεθαίνεις μέσα στη μοναξιά σου και τότε να αισθάνεσαι ότι έρχεται ο Χριστός, είναι ζήτημα αν την έχω ζήσει μια-δύο φορές στη ζωή μου. Η προσευχή είναι το αμέσως επόμενο μάθημα από τη μουσική. Όταν εξαντλήσω τη μουσική, ή με εξαντλήσει εκείνη, στρέφομαι αμέσως στην προσευχή.
Οι «σκεπτικιστές» και οι «εκσυγχρονιστές» και οι «μοντέρνοι» θεωρούν τον πιστό, τη γριούλα, τον παπά, τους ανθρώπους που ζητούν τη δύναμη του Θεού, σαν ένα πράγμα αναχρονιστικό, σαν αδύναμους ανθρώπους. Κάθε άνθρωπος που πιστεύει στον Θεό είναι άνθρωπος που έχει πονέσει, έχει ζητήσει βοήθεια, έχει πει «δεν τα καταφέρνω μόνος». Καθένας που πιστεύει αποδεικνύει την ύπαρξη του Θεού. Όντως κι εγώ είχα περιόδους μεγάλης μαυρίλας και ζήτησα τον Θεό και με προσέτρεξε. Από τότε θέλω να είμαι κοντά Του και είμαι κοντά Του όσο μπορώ.
Στο Άγιον Όρος ακούς μοναχούς να τραγουδούν μελωδίες σεμνά, ταπεινά, χαμηλόφωνα. Εκεί κατάλαβα τη βυζαντινή μουσική. Γι’ αυτό δεν μπορώ τους τραγουδιστές που φωνάζουν. Με ενοχλούν αφόρητα. Η ένταση είναι εκβιασμός. Μου αρέσουν αυτοί που τραγουδούν τρυφερά. Η ένταση της φωνής είναι εκβιασμός της προσωπικότητας του τραγουδιού και είναι απόρροια της στάσης ζωής που έχουν πολλοί τραγουδιστές: «Θα σκίσω». Άλλο μεγάλο λάθος. Σκίζεις μόνο όταν αισθάνεσαι ασήμαντος.
Εγώ ανήκα στη νεολαία της δεκαετίας του ’60, των λουλουδιών, των ναρκωτικών, του ελεύθερου έρωτα, της αγγλοσαξονικής μουσικής, των Beatles κ.λπ. Και ως νέος και θέλοντας να τα δοκιμάσω όλα, έπεσα και σ’ αυτή την παγίδα των ναρκωτικών. Βέβαια τότε τα ναρκωτικά δεν ήταν η ηρωίνη, η οποία είναι θάνατος, ήταν πιο «ελαφρά». Ήταν το χασίς, ήταν το LSD, δηλαδή πιο πολύ κάτι παρεΐστικο… Όλοι οι άνθρωποι, είτε της εποχής εκείνης είτε της τωρινής, οι οποίοι παίρνουν ναρκωτικά, είναι όλοι πεπεισμένοι ότι υπάρχει ο σατανάς, τον βλέπουν, παρόλο που δεν πιστεύουν στον Θεό. Όλοι οι χρήστες ξέρουν ότι υπάρχει κόλαση, ξέρουν ότι υπάρχει ο σατανάς. Απλώς δεν έχουν δει τον Χριστό. Κι εκεί, για έναν Χριστιανό, είναι ένας κώδικας, μια διέξοδος, δηλαδή να τους μιλήσει για το «αντίπαλο δέος», για τον Χριστό. Για μένα προσωπικά αυτή ήταν η λύση, όχι μόνο για τα ναρκωτικά, αλλά και για όλη την ως τότε ζωή μου. Γιατί τα ναρκωτικά δεν είναι η αιτία, τα ναρκωτικά είναι το αποτέλεσμα. Δηλαδή, αυτό που σε οδηγεί στα ναρκωτικά είναι ένα τεράστιο κενό, το οποίο έχεις μέσα σου, το οποίο θέλεις να γεμίσεις. Δεν υπάρχει εξαρτημένος που να μην είναι ευαίσθητος. Συνήθως οι ευαίσθητοι άνθρωποι είναι αυτοί που φτάνουν στα ναρκωτικά. Οι άνθρωποι που είναι υλιστές, δεν έχουν ανάγκη τα ναρκωτικά, γιατί τα καταφέρνουν πολύ καλά στη ζωή, η οποία είναι στο λάθος στρατόπεδο. Οι άνθρωποι οι οποίοι μπορούν να κλέβουν, να λένε ψέματα, να επιβιώνουν με τον άγριο και σημερινό τρόπο, δεν έχουν ανάγκη τα ναρκωτικά. Αυτοί που «την πατάνε» είναι οι ευαίσθητοι, οι οποίοι πιστεύουν σε έναν καλύτερο κόσμο χωρίς να έχουν γνωρίσει τον Θεό. Συνήθως, αυτοί δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα στην κοινωνία που ζούμε. Όλα αυτά τα είπα για να τονίσω ότι οι άνθρωποι που πηγαίνουν στα ναρκωτικά είναι άνθρωποι που «κάτι» τους λείπει. Αλλά εκείνοι δεν το ξέρουν. Κι αυτοί τον Χριστό ψάχνουν. Με λάθος τρόπους…
Όταν έζησα στο Άγιον Όρος το 1975-1977 τη μουσική τη βυζαντινή, όπως την ψέλνουν οι μοναχοί, γλυκά, τρυφερά, χωρίς καμία έπαρση, με μεγάλη κατάνυξη και μέσα σ’ έναν ναό, ο οποίος δεν έχει φώτα, έχει μόνο ρασοφορεμένους που σκύβουν θροΐζοντας, υποκλίνονται στις εικόνες, εκεί μαγεύτηκα! Αυτό μου άνοιξε μια πόρτα προς την Ελλάδα. Και το λέω γενικότερα προς την Ελλάδα, γιατί ήμουν αγγλοτραφής, ήμουν δυτικοτραφής. Έχω ζήσει τουλάχιστον δέκα χρόνια στην Αγγλία, στη Γερμανία και στη Γαλλία. Από εκεί και πέρα άρχισα πια ν’ αγαπάω τη βυζαντινή μουσική. Και στη συνέχεια τα παραδοσιακά, τα νησιώτικα, τα σμυρναίικα, όλη την προϋπάρχουσα Ελληνική μουσική. Αυτό σιγά-σιγά με οδήγησε στους δικούς μου πειραματισμούς, οπότε στη δεκαετία του ’80 έγραψα για κλαρίνο, ένα όργανο που τότε ήταν για τα πανηγύρια. Έγραψα τα «Πέτρινα χρόνια», την «Εαρινή ώρα», το «Ω, γλυκύ μου Έαρ», που ήταν πολύ τρυφερή και γλυκιά μουσική γι’ αυτό το όργανο. Δοκίμασα να χρησιμοποιήσω λαϊκούς τραγουδιστές, όπως την Ελένη Βιτάλη, η οποία μέχρι τότε τραγουδούσε «Βάρα μου το ντέφι» και τέτοια τραγούδια, κι έκανα μαζί της δίσκους όπως το «Κύριε των Δυνάμεων» ή τις «Εφτά παρακλήσεις», που ήταν καθαρά θρησκευτικοί δίσκοι. Δηλαδή, έψαξα να βρω στην ελληνική πραγματικότητα την κρυμμένη θρησκευτικότητα και να την κάνω πράξη, να την κάνω μουσική. Για πολλά χρόνια τα τραγούδια, τα οποία έγραφα και με την Ελευθερία και με τον Γαϊτάνο, ενώ ήταν τραγούδια που πέτυχαν στην ελληνική πραγματικότητα σαν ερωτικά, ποτέ δεν ήταν ερωτικά, ήταν σαφώς τραγούδια για τον Χριστό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου